- λογισμομαχώ
- λογισμομαχῶ, -έω (Μ)1. βασανίζω το μυαλό μου για κάτι2. υποχωρώ, μετανιώνω, αλλάζω γνώμη παραδεχόμενος το λάθος μου3. έρχομαι σε συμβιβασμό με κάποιον μετά από αγώνα ή φιλονικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογισμός + -μαχώ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. μονο-μαχώ, ναυ-μαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.